περιτράνως

περιτράνως
περίτρανος
very distinct
adverbial
περίτρανος
very distinct
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περίτρανος — η, ο / περίτρανος, ον ΝΜΑ απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ») νεοελλ. φημισμένος, περίφημος μσν. αρχ. αυτός που ακούγεται καθαρά αρχ. φρ. «περίτρανα λαλώ» μιλώ με τέλεια άρθρωση. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”